Mενού

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2021

Το κατοχικό RM - μια ξεχασμένη ιστορία

Το κατοχικό RM - μια ξεχασμένη ιστορία



Τον Απρίλιο του 1941 οι Γερμανοί δεν είναι ότι κατέλαβαν απλώς την Ελλάδα -είναι ότι έπεσαν πάνω της σαν τις ακρίδες. Αν και γρήγορα μετέθεσαν την προσοχή τους σε άλλα μέτωπα, στάθμευσαν εδώ ένα ισχυρό στρατό κατοχής, όπως και οι Ιταλοί. Τη συντήρησή τους υποχρεωνόταν να αναλάβει η κατακτημένη χώρα.
Θα περίμενε κανείς, στο πλαίσιο έστω της ανισότητας που διέπει τις σχέσεις κατακτημένου - κατακτητή, να υπάρξει κάποια συνεννόηση για τη μορφή που θα έπαιρνε αυτή η «συντήρηση»: τι θα περιλαμβάνει, με ποιο ρυθμό, με ποιους περιορισμούς, ώστε να μείνει κάτι για τους ντόπιους. Γιατί μπορεί να κρατάς το μαχαίρι, αλλά να γονατίσει και να διαλυθεί ο άλλος δεν σε συμφέρει· θα πάψει να σου προσφέρει.
Τίποτα τέτοιο δεν συνέβη. Μάλιστα, οι Γερμανοί προέβησαν σε μια απίστευτη πατέντα οι λεπτομέρειες της οποίας σήμερα, ογδόντα χρόνια μετά, έχουν λίγο πολύ ξεχαστεί: Άρτια προετοιμασμένοι, έφεραν στην Ελλάδα από την πρώτη μέρα δύο κινητές τυπογραφικές μονάδες. Σ’ αυτές εκτύπωναν καθημερινά χιλιάδες χαρτάκια χωρίς αντίκρισμα, που είχαν βαφτίσει Μάρκα του Ράιχ (Reichsmark, RM). Αυτά τα παράδοξα χαρτονομίσματα, μιας όψης μάλιστα, δίνονταν στους στρατιώτες κατά την έξοδό τους από τη μονάδα, για το εστιατόριο, το καφενείο, το ζαχαροπλαστείο, τα τσιγάρα στο περίπτερο ή για πιο ακριβά ψώνια σε όλα τα εμπορικά.
Το κατοχικό RM είχε αυθαίρετη ισοτιμία 1 = 50 δραχμές (και λίγο μετά 60 δρχ.). Η ακριβής ισοτιμία δεν έχει καμία σημασία. Είτε στις 5 δραχμές οριζόταν είτε στις 500, πάλι θα ήταν αδιάφορο, αφού οι Γερμανοί στρατιώτες εφοδιάζονταν καθημερινά με πρακτικά ανεξάντλητο αριθμό.
Μια πιο χρήσιμη λεπτομέρεια είναι ότι το κατοχικό RM δεν ήταν το «κανονικό» Reichsmark. Δεν εκδιδόταν από την κεντρική τράπεζα της Γερμανίας αλλά από το Reichskreditkassen (βλ. τη λέξη στη φωτογραφία των 2 RM), το Ταμείο Οικονομικής Διαχείρισης των κατεχόμενων χωρών και αποτελούσε στην πράξη το «χρήμα της Βέρμαχτ». Η κυκλοφορία του δεν επιτρεπόταν καν εντός της Γερμανίας -μόνο στις κατακτημένες χώρες.
Τι σημασία είχε αυτό; Ότι δεν μπορούσε να αξιοποιηθεί ως συνάλλαγμα, για εισαγωγή εμπορευμάτων. Συνεπώς, για την κατεχόμενη χώρα και τους κατοίκους της, δεν είχε την παραμικρή αξία. Ήταν απλώς ένα χαρτάκι για να γίνεται η αρπαγή εμπορευμάτων με τάξη και ευγένεια. Για πολλούς λόγους, η γερμανική διοίκηση δεν ήθελε ο στρατός να μεταβληθεί σε μάζα βιαστών και πλιατσικολόγων. Περιστατικά αυθαίρετης ατομικής βίας ή διαφθοράς των αξιωματικών και στρατιωτών τους, τα τιμωρούσαν συνήθως αυστηρά.


Σχεδιάστηκε λοιπόν αυτή, η άλλη μέθοδος. Αντί να μπει ο Γερμανός στρατιώτης σε ένα -ας πούμε- υποδηματοπωλείο με κραυγές και το όπλο προτεταμένο, θα μπει σαν κύριος. Θα καλημερίσει, θα ρωτήσει τον επιχειρηματία τι του προτείνει να δοκιμάσει -ωραία αυτή η δερμάτινη σειρά! Θα διαλέξει δύο ζευγάρια για αυτόν κι από ένα για τη γυναίκα και τα δύο παιδιά του στη Γερμανία, θα πληρώσει με χαρτάκια, θα πάρει τα ρέστα του και θα φύγει. Κατόπιν θα πάει στο ταχυδρομείο και θα στείλει στην οικογένεια τα τρία ζευγάρια, μαζί με μερικές αθηναϊκές λιχουδιές και αναμνηστικά. Ακόμα και τα ταχυδρομικά τέλη για το δέμα, θα τα πληρώσει με κατοχικά RM.
Υπάρχει μάλιστα σε όλη αυτή την θεατρική παράσταση και μια ωραία, συμπληρωματική λεπτομέρεια: Τα ρέστα, καταβάλλονται σε δραχμές, που έχουν μεγαλύτερη αξία από την (ανύπαρκτη) των RM. Και δαρμένος δηλαδή ο εκάστοτε επιχειρηματίας, που εισπράττοντας χαρτάκια ξεπουλά εμπορεύματα τα οποία δεν θα αναπληρώσει ποτέ, και κλαμένος στο τέλος, αφού επιστρέφει δραχμές!
Για αυτό πολλοί καταστηματάρχες, όταν μετά τις πρώτες μέρες έγινε αντιληπτό τι σήμαινε το σκηνικό, επιχειρούσαν να μην «εισπράττουν» καν τα RM, ώστε να μην υποχρεώνονται να επιστρέψουν δραχμές! Απλώς, χάριζαν τα εμπορεύματά τους στους Γερμανούς. Την ίδια στιγμή οι Γερμανοί επιδίωκαν ακριβώς το αντίθετο, δηλ. να «χαλάνε» RM σε κάθε αγορά τους ώστε να αποκτούν δραχμές.
Χαρακτηριστικό το περιστατικό που μεταφέρεται από τον Αμερικανό Λερντ Άρτσερ, στο Βαλκανικό του Ημερολόγιο: «(...) ο Τζορτζ μου είπε ότι, τις προάλλες που ήταν στου Ζώναρς, είδε ένα Γερμανό αξιωματικό να κερνάει τα ποτά στην παρέα του και να πληρώνει με ένα χαρτονόμισμα των πεντακοσίων μάρκων, αρνούμενος να δεχτεί ρέστα οτιδήποτε άλλο εκτός από δραχμές. Αργότερα, στο εστιατόριο του πάνω ορόφου, διέκρινε τον ίδιο Γερμανό να πληρώνει το μεσημεριανό του με ένα άλλο χαρτονόμισμα των πεντακοσίων μάρκων, χωρίς να χρησιμοποιεί τις δραχμές που είχε πάρει για ρέστα».
Όπως ήταν αναμενόμενο, με τα χωρίς αντίκρισμα «χρήματα» των Γερμανών εξαφανίστηκαν αστραπιαία όλα τα εμπορεύματα από τα ελληνικά καταστήματα και φυσικά δεν αναπληρώθηκαν ποτέ. Ήταν μια από τις αιτίες για την καταστροφή της δραχμής. Υπήρξαν φυσικά κι άλλες: οι καθ’ αυτό δαπάνες για τη συντήρηση του στρατού κατοχής (τροφοδοσία μονάδων, οχυρωματικά έργα και κατασκευές, μετακινήσεις, επισκευές οχημάτων και πλοίων, ρουχισμός κλπ.) ήταν ακόμα μεγαλύτερες.
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση δοσίλογων απέτυχε να μετριάσει τις απαιτήσεις των Γερμανών, ακυρώνοντας το βασικότερο επιχείρημα για την ύπαρξή της. Δεν της έμενε παρά να τα βάλει θεαματικά με τους μικρούς καταστηματάρχες που μπροστά στα χαρτάκια των Γερμανών έκρυβαν τα εμπορεύματά τους -θαρρείς κι έπρεπε αλήθεια να τα παραδώσουν!
Στην ήδη φτωχή Ελλάδα το «ευγενικό» πλιάτσικο του Απριλίου - Ιουλίου 1941 οδήγησε πολύ γρήγορα στο λιμό του χειμώνα ‘41-42 και τον τεράστιο αριθμό θυμάτων. Ένα έγκλημα για το οποίο ελάχιστοι πλήρωσαν. Τουλάχιστον ας έχουμε υπόψη πώς συντελέστηκε.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου